- ἀντεστραμμένου
- ἀντιστρέφωturn to the opposite sideperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδοσκοπία — η, Ν φυσ. αντεστραμμένη στερεοσκοπική παρατήρηση που προκαλεί εντύπωση αντεστραμμένου αναγλύφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoscopie < pseudo (< ψευδ[ο] * + σκοπία < σκόπος < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
αιολικές τράπεζες — Γεωλογικός σχηματισμός που οφείλεται στη διαβρωτική και μεταφορική δράση του ανέμου. Είναι πετρώδεις όγκοι, σχήματος αντεστραμμένου τραπεζίου ή ανάποδης πυραμίδας που εφάπτονται με τη στενότερη βάση τους σε σκληρά και βραχώδη εδάφη. Αρχικά οι… … Dictionary of Greek